Home > Όροι > Macedonian (MK) > адаптација

адаптација

The process by which the human eye adjusts to a change in light level.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Lights & lighting
  • Category: Lighting products
  • Company: GE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ane.red
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Root vegetables

ротквица

Annual or biennial plant (Raphanus sativus) of the mustard family, probably of Oriental origin, grown for its large, succulent root. Low in calories ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Avengers Characters

Κατηγορία: Other   1 8 Όροι

Theater Arts

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 20 Όροι