Home > Όροι > Macedonian (MK) > дилатација

дилатација

The gradual opening of a narrowed artery by cracking and compressing the obstructive plaque.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Jasmin
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 20

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Weddings Category: Wedding services

студена венчавка

Вид на венчавка кај која церемонијата се спроведува на многу ниски температури. За студените венчавки обично се смета дека ја симболизираат ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Harry Potter Spells

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 20 Όροι

The Ultimate Internet Blossary

Κατηγορία: Τεχνολογία   5 11 Όροι