Home > Όροι > Macedonian (MK) > работна сила

работна сила

The labor force includes all persons classified as employed or unemployed in accordance with the definitions contained in this glossary.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Labor
  • Category: Labor statistics
  • Company: U.S. DOL
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Jasmin
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 20

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αεροπορία Category: Διαστημόπλοια

вселенски шатл

A reusable spacecraft with wings developed by the U.S. National Aeronautics and Space Administration (NASA) for human spaceflight missions. The first ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Sugar bombs

Κατηγορία:    1 6 Όροι

Oil Painting

Κατηγορία: Arts   1 22 Όροι