Home > Όροι > Macedonian (MK) > отпуштање

отпуштање

A separation of an employee from an establishment that is initiated by the employer; an involuntary separation; a period of forced unemployment.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Labor
  • Category: Labor statistics
  • Company: U.S. DOL
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Jasmin
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 20

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Festivals

Кинеска Нова година

The most important of the traditional Chinese holidays, Chinese New Year represents the official start of the spring, beginning on the first day of ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Self-Reliance

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 20 Όροι

Terms that will change the way we live; Internet of Things (IoT)

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 7 Όροι