Home > Όροι > Macedonian (MK) > отпуштање
отпуштање
A separation of an employee from an establishment that is initiated by the employer; an involuntary separation; a period of forced unemployment.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Labor
- Category: Labor statistics
- Company: U.S. DOL
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Кинеска Нова година
The most important of the traditional Chinese holidays, Chinese New Year represents the official start of the spring, beginning on the first day of ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Sanket0510
0
Όροι
22
Γλωσσάρια
25
Οπαδοί
Terms that will change the way we live; Internet of Things (IoT)
Κατηγορία: Τεχνολογία 2 7 Όροι
Browers Terms By Category
- Home theatre system(386)
- Television(289)
- Amplifier(190)
- Digital camera(164)
- Digital photo frame(27)
- Radio(7)
Consumer electronics(1079) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Νέα(147)
- Radio & TV broadcasting equipment(126)
- TV equipment(9)
- Set top box(6)
- Radios & accessories(5)
- TV antenna(1)
Δελτίο Ειδήσεων &λήψη(296) Terms
- Skin care(179)
- Cosmetic surgery(114)
- Στυλ μαλλιών(61)
- Breast implant(58)
- Cosmetic products(5)