Home > Όροι > Macedonian (MK) > не се вработени

не се вработени

The term refers to persons who are classified as unemployed as well as those classified as not in the labor force (using Current Population Survey definitions).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Labor
  • Category: Labor statistics
  • Company: U.S. DOL
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Unofficial holidays

Големиот американски Smokeout

Гледано секоја година од 1977 година, големиот американски Smokeout се одвива на третиот четврток од ноември. Спонзорирано од Американското здружение ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Sugar bombs

Κατηγορία:    1 6 Όροι

Oil Painting

Κατηγορία: Arts   1 22 Όροι

Browers Terms By Category