Home > Όροι > Macedonian (MK) > калинка

калинка

A fruit-bearing deciduous shrub or small tree growing between five and eight meters tall.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: Fruits
  • Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables
  • Category: Fruits
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Καθολική εκκλησία

Синодот

Средба на епископите на црковните провинција или патријаршија (или дури и од целиот свет, Е. Г., Синодот на Епископите) да се разговара за научни и ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Best Goalkeepers in Worldcup 2014

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 9 Όροι

Teresa's gloss of general psychology

Κατηγορία: Εκπαίδευση   2 4 Όροι