Home > Όροι > Macedonian (MK) > калинка
калинка
A fruit-bearing deciduous shrub or small tree growing between five and eight meters tall.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary: Fruits
- Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables
- Category: Fruits
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Καθολική εκκλησία
Синодот
Средба на епископите на црковните провинција или патријаршија (или дури и од целиот свет, Е. Г., Синодот на Епископите) да се разговара за научни и ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
dnatalia
0
Όροι
60
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί
Best Goalkeepers in Worldcup 2014
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 1 9 Όροι
Teresa Pelka
0
Όροι
3
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Teresa's gloss of general psychology
Κατηγορία: Εκπαίδευση 2 4 Όροι
Browers Terms By Category
- Home theatre system(386)
- Television(289)
- Amplifier(190)
- Digital camera(164)
- Digital photo frame(27)
- Radio(7)
Consumer electronics(1079) Terms
- Cardboard boxes(1)
- Wrapping paper(1)
Paper packaging(2) Terms
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Plastic injection molding(392)
- Industrial manufacturing(279)
- Paper production(220)
- Fiberglass(171)
- Contract manufacturing(108)
- Glass(45)