Home > Όροι > Macedonian (MK) > чевел

чевел

Невешт готвач / главен готвач. Некој кој не готви добро.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category:

deipnosophist

Лицето кое е господар на вечера маса разговор.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

APEC

Κατηγορία: Politics   2 9 Όροι

Top Clothing Brand

Κατηγορία: Μόδα   1 8 Όροι