Home > Όροι > Macedonian (MK) > трансакција

трансакција

An atomic unit of work that modifies data. A transaction encloses one or more program statements, all of which either complete or roll back. Transactions enable multiple users to access the same data concurrently.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
  • Category: Workstations
  • Company: Sun
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragana Todorovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Plants Category: Flowers

цвет

Collection of reproductive structures found in flowering plants.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Caviar

Κατηγορία: Food   2 4 Όροι

Most Famous Cultural Monuments Around the World

Κατηγορία: Ιστορία   5 16 Όροι