Home > Όροι > Macedonian (MK) > ват

ват

A watt is a unit of power. Power is the rate at which energy is used, and a watt is equal to a rate of one joule of energy per second. Watts are commonly used when referring to the energy consumption of relatively small things like lightbulbs, while kilowatts (a thousand watts) are used for larger machines. Megawatts (a million watts) are used to measure the electricity generation of power stations. See also kilowatt-hours.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Natural environment
  • Category: Climate change
  • Company: BBC
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

alex sk
  • 0

    Όροι

  • 3

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: International dishes

Кашкавал

Кашкавал е вид на жолто сирење кое се произведува од крабјо или обчо млеко. Кашкавалот од Галичник е исклучиво овчи, а самото село има ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

World's Top Economies in 2014

Κατηγορία: Business   1 5 Όροι

International Commercial

Κατηγορία: Business   1 5 Όροι