Home > Όροι > Serbo Croatian (SH) > jedinica
jedinica
A standard for comparison in measurements. For example, the meter is a standard length which may be compared to any object to describe its length.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Chemistry
- Category: General chemistry
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Physics Category: General physics
teorija velikog praska
Current model of galactic evolution in which the universe was created from an intense and brilliant explosion from a primeval fireball.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Inorganic pigments(45)
- Inorganic salts(2)
- Phosphates(1)
- Oxides(1)
- Inorganic acids(1)
Inorganic chemicals(50) Terms
- General boating(783)
- Sailboat(137)
- Yacht(26)
Boat(946) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Social media(480)
- Ιντερνετ(195)
- Search engines(29)
- Online games(22)
- Ecommerce(21)
- SEO(8)