Home > Όροι > Serbo Croatian (SH) > isparljiv

isparljiv

A solid or liquid material that easily vaporizes. A material with a significant vapor pressure .

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Chemistry
  • Category: General chemistry
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

svetiana
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

proizvod ucenja

End result of a process of learning; what one has learned.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Male Fashion

Κατηγορία: Μόδα   1 8 Όροι

Hiking Trip

Κατηγορία: Σπορ   1 6 Όροι