Home > Όροι > Albanian (SQ) > konformitet

konformitet

Going along with one's peers, individuals of a person's own status, who have no special right to direct that person's behavior.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Edita Llalloshi
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τραπεζική Category:

bankomat

Një pajisje e kompjuterizuar e telekomunikacionit që u ofron klientëve të një institucioni financiar qasje në transaksionet financiare, në një ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Bend It Like Beckham (Gurinder Chadha, Director) Blossary

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 1 Όροι

Reach for the Moon

Κατηγορία: Other   2 8 Όροι