Home > Όροι > Albanian (SQ) > caraçen
caraçen
Në mesjetë, term i zakonshem në mesin e Krishtërimit në Evropë për një muhamedian armiqësor ndaj kryqtarëve.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary: Historical Terms
- Κλάδος/Τομέας: Ιστορία
- Category: Παγκόσμια ιστορία
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits
banane
The world's most popular fruit. The most common U.S. variety is the yellow Cavendish. They are picked green and develop better flavor when ripened off ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
rufaro9102
0
Όροι
41
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί
British Billionaires Who Never Went To University
Κατηγορία: Business 4 6 Όροι
Browers Terms By Category
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)
Utilities(1017) Terms
- Chocolate(453)
- Hard candy(22)
- Gum(14)
- Gummies(9)
- Lollies(8)
- Caramels(6)
Γλυκά και Ζαχαροπλαστική(525) Terms
- Advertising(244)
- Event(2)
Marketing(246) Terms
- Home theatre system(386)
- Television(289)
- Amplifier(190)
- Digital camera(164)
- Digital photo frame(27)
- Radio(7)
Consumer electronics(1079) Terms
- Φυσική γεωγραφία(2496)
- Γεωγραφία(671)
- Πόλεις & κωμοπόλεις(554)
- Χώρες & Κράτη(515)
- Capitals(283)
- Human geography(103)