Home > Όροι > Albanian (SQ) > izolim

izolim

The act of physically separating two groups; often imposed on a minority group by a dominant group.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Tirana Translations
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αεροπορία Category: Διαστημόπλοια

anije kozmike

A reusable spacecraft with wings developed by the U.S. National Aeronautics and Space Administration (NASA) for human spaceflight missions. The first ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Famous Museums in Paris

Κατηγορία: Arts   1 11 Όροι

Game of Thrones Characters

Κατηγορία: Other   1 8 Όροι