Home > Όροι > Σερβικά > анестетик

анестетик

A class of drugs that eliminates or reduces pain. See local anesthetic.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sanja Milovanovic
  • 0

    Όροι

  • 5

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Condiments

Путер од кикирикија

Путер од кикирикија је хранљиви крем, направљен од целих пржених кикирикија. Користи се обично као намаз за сендвиче у Северној Америци, Холандији, ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Divination

Κατηγορία: Other   1 20 Όροι

Bro-Code

Κατηγορία: Εκπαίδευση   3 10 Όροι