Home > Όροι > Σερβικά > бељење

бељење

The technique of applying a chemical agent, usually hydrogen peroxide, to the teeth to whiten them.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Ivan Andrijasevic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Drama Category: Dramatic theory

Čehovljeva puška

Pravilo koje kaže da bilo koji objekat koji je ubačen u rad mora služiti svrsi - ako nema svrhu, treba ga ukloniti kako ne bi odvlačio pažnju. ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Presidents of India

Κατηγορία: Politics   1 3 Όροι

Alternative Medicine

Κατηγορία: Other   2 19 Όροι