Home > Όροι > Σερβικά > бушотина

бушотина

Велика или дубока рупа која је била узрокована бушењем.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
  • Category: Άνθρακας
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sanja Milovanovic
  • 0

    Όροι

  • 5

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Footwear Category: Childrens shoes

Вештачки материјали/вештачке коже

Сви материјали који не потичу од природне коже, а који су обрађени и дизајнирани да изгледају и имају функцију праве коже.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Gossip Girl Characters

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 16 Όροι

Man's Best Friend

Κατηγορία: Animals   1 11 Όροι