Home > Όροι > Σερβικά > пробој

пробој

Отвор који је направљен преко стубова који омогућавају вентилацију.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
  • Category: Άνθρακας
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragan Zivanovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 10

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: General

мандибула

The lower jaw.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Terms frequently used in K-pop

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   3 30 Όροι

4G LTE network architecture

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 60 Όροι