Home > Όροι > Σερβικά > кандида
кандида
A yeast that can cause an infection.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Parenting
- Category: Pregnancy
- Company: Everyday Health
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Tourism & hospitality Category: Travel services
породиљски туризам
Познат као туризам рођења, породиљски туризам је чин путовања у иностранство ради рађања бебе тако да новорођенче онда постаје држављанин земље ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Cultural anthropology(1621)
- Physical anthropology(599)
- Mythology(231)
- Applied anthropology(11)
- Αρχαιολογία(6)
- Ethnology(2)
Anthropology(2472) Terms
- Wedding gowns(129)
- Wedding cake(34)
- Grooms(34)
- Wedding florals(25)
- Royal wedding(21)
- Honeymoons(5)
Weddings(254) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)