Home > Όροι > Σερβικά > кандида

кандида

A yeast that can cause an infection.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Parenting
  • Category: Pregnancy
  • Company: Everyday Health
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Aleksandar Dimitrijević
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Tourism & hospitality Category: Travel services

породиљски туризам

Познат као туризам рођења, породиљски туризам је чин путовања у иностранство ради рађања бебе тако да новорођенче онда постаје држављанин земље ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Ghetto Slang

Κατηγορία:    1 7 Όροι

Badminton; Know your sport

Κατηγορία: Σπορ   1 23 Όροι