Home > Όροι > Σερβικά > kondenzator

kondenzator

A device which, when connected in an alternating-current circuit, causes the current to lead the voltage in time phase. The peak of the current wave is reached ahead of the peak of the voltage wave. This is the result of the successive storage and discharge of electric energy used in 1 phase motors to start or in 3 phase for power factor correction.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Electrical equipment
  • Category: Motors
  • Company: Baldor
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Suncookreti
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

производ учења

Крајњи резултат процеса учења; оно што је научено.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

French Cuisine

Κατηγορία: Food   2 20 Όροι

Italy National Football Team 2014

Κατηγορία: Σπορ   1 23 Όροι