Home > Όροι > Σερβικά > korijander
korijander
spice (whole or ground) Description: Seeds from the coriander plant, related to the parsley family (see cilantro). Mixture of lemon, sage and caraway flavors; musty. Uses: Baking, pickling, and Mexican and Spanish recipes, sausage, curries
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α): cilantro
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα
- Category: Herbs & spices
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Tourism & hospitality Category: Tourist attractions
Риокан
Риокан је врста традиционалне јапанске гостионице која потиче из Едо периода (1603-1868), када су такве кафане служиле путнике дуж јапанских ...
Συμβάλλων
Edited by
Διακεκριμένα γλωσσάρια
marija.horvat
0
Όροι
21
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί
Essential English Idioms - Elementary
Κατηγορία: Languages 1 20 Όροι
Browers Terms By Category
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)
Μπαρ & νυχτερινά κέντρα(63) Terms
- Επενδύσεις σε Τράπεζες(1768)
- Personal banking(1136)
- General banking(390)
- Mergers & acquisitions(316)
- Mortgage(171)
- Initial public offering(137)
Τραπεζική(4013) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Lingerie(48)
- Underwear(32)
- Skirts & dresses(30)
- Coats & jackets(25)
- Trousers & shorts(22)
- Shirts(17)
Apparel(222) Terms
- Prevention & protection(6450)
- Fire fighting(286)