Home > Όροι > Σερβικά > етанол

етанол

Alcohol containing two carbon atoms per molecule with about two-thirds the energy density of gasoline, mostly fermented from corn starch or sugar cane, also known as ‘grain alcohol’

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Wendy Kroy
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

senka za oči

Šminka u boji koja se stavlja na kapke. Senka za oči dolazi u nekoliko oblika: u puderu, kremastom, gel, tečnom obliku, u vidu pene ili kao olovka. ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

test

Κατηγορία: Other   1 1 Όροι

Glossary of environmental education

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 41 Όροι