Home > Όροι > Σερβικά > водећи инститор

водећи инститор

The investor who leads a group of investors into an investment. Usually one venture capitalist will be the lead investor when a group of venture capitalists invest in a single business

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Financial services
  • Category: Venture capital
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Suncookreti
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

производ учења

Крајњи резултат процеса учења; оно што је научено.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Mattel

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 5 Όροι

Kraš corporation

Κατηγορία: Business   1 23 Όροι

Browers Terms By Category