Home > Όροι > Σερβικά > мотор
мотор
A device that converts some other form of energy into mechanical energy.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Αυτόματες συσκευές
- Category: Βιομηχανική αυτοματοποίησης
- Company: Rockwell Automation
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Teresa Pelka
0
Όροι
3
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Teresa's gloss of general psychology
Κατηγορία: Εκπαίδευση 2 4 Όροι
Browers Terms By Category
- Διαλέξεις(3667)
- Οργάνωση Εορτών(177)
- Έκθεση(1)
Συνέλευση(3845) Terms
- ISO standards(4935)
- Six Sigma(581)
- Capability maturity model integration(216)
Quality management(5732) Terms
- Manufactured fibers(1805)
- Fabric(212)
- Sewing(201)
- Fibers & stitching(53)
Textiles(2271) Terms
- Plastic injection molding(392)
- Industrial manufacturing(279)
- Paper production(220)
- Fiberglass(171)
- Contract manufacturing(108)
- Glass(45)
Manufacturing(1257) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)