Home > Όροι > Σερβικά > mutacij

mutacij

Any heritable change in DNA sequence.

See also: polymorphism.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Tijana Biberdzic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ιστορία Category: Παγκόσμια ιστορία

Ледено доба

Хладне фазе плеистоценске епохе, период екстремне осцилације у глобалној температури са одговарајућим ширењем и скупљањем поларних ледених покривача. ...