Home > Όροι > Σερβικά > новокаин

новокаин

A generic name for the many kinds of anesthetics used in the dental injection, such as Xylocaine, Lidocaine, or Novocaine. See local anesthetic.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marijana Dojčinović
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 17

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Sociology Category: General sociology

elektronska trgovina

Brojni načini da ljudi sa prisupom Interneta mogu da obavljaju poslove sa svojih kompjutera.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Interesting Apple Facts

Κατηγορία: Business   7 18 Όροι

The World's Largest Lottery Jackpots

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 2 Όροι