Home > Όροι > Σερβικά > вок

вок

Велика посуда у облику тигања за пржење, нарочито се користи у кинеском кулинарству.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Kitchen & dining
  • Category: Cookware
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sinisa632
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα Category: Alphabets

А

А је прво слово свих језика, па тако и српског језика. Српски језик је састављен од 30 слова. Азбука је име за скуп слова које садржи српски језик. ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Saponia Osijek

Κατηγορία: Business   1 28 Όροι

Nautical

Κατηγορία: Other   1 20 Όροι