Home > Όροι > Σερβικά > анестетик

анестетик

A class of drugs that eliminates or reduces pain. See local anesthetic.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

padimo
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

усмене вештине

skills or abilities in oral speech, ability of speech, fluency in speaking

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Everything Jam

Κατηγορία: Arts   1 10 Όροι

The Ice Bucket Challenge

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 17 Όροι