Home > Όροι > Σερβικά > градитељ
градитељ
Радник који има специфичне вештине за рад у грађевинарству. Градитељ може бити зидар, електричар, водоинсталатер, молер, столар...
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α): building tradesman_₀, building tradesman_₀
- Blossary: Architecture contemporaine
- Κλάδος/Τομέας: Architecture
- Category: Architecture contemporaine
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
bubamara
mala okrugla buba jarko obojenog tela prekrivenog tufnama, koja se obično hrani vašima i drugim insektima-štetočinama
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Manufactured fibers(1805)
- Fabric(212)
- Sewing(201)
- Fibers & stitching(53)
Textiles(2271) Terms
- Wireless networking(199)
- Modems(93)
- Firewall & VPN(91)
- Networking storage(39)
- Routers(3)
- Network switches(2)
Network hardware(428) Terms
- Κοσμήματα(850)
- Style, cut & fit(291)
- Μάρκες & ετικέτες(85)
- Γενική μόδα(45)
Μόδα(1271) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)