Home > Όροι > Σερβικά > комшилук

комшилук

A subsection of a municipality that has been designated by a developer, economic forces or physical formations.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Real estate
  • Category: General
  • Company: Century 21
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sinisa632
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Γενικό θρήσκευμα

анђео чувар

Анђео чувар је анђео додељен за заштиту и води одређену особу или групу, краљевство или земљу. Веровање у анђели чувари могу бити праћени кроз све ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Harry Potter

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 141 Όροι

Screening Out Loud: ENG 195 Film

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 18 Όροι