Home > Όροι > Σερβικά > комшилук
комшилук
A subsection of a municipality that has been designated by a developer, economic forces or physical formations.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Real estate
- Category: General
- Company: Century 21
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Γενικό θρήσκευμα
анђео чувар
Анђео чувар је анђео додељен за заштиту и води одређену особу или групу, краљевство или земљу. Веровање у анђели чувари могу бити праћени кроз све ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Screening Out Loud
0
Όροι
4
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Screening Out Loud: ENG 195 Film
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 1 18 Όροι
Browers Terms By Category
- Authors(2488)
- Αθλητές(853)
- Politicians(816)
- Comedians(274)
- Personalities(267)
- Popes(204)
Ανθρωποι(6223) Terms
- Ceramics(605)
- Fine art(254)
- Sculpture(239)
- Σύγχρονη τέχνη(176)
- Oil painting(114)
- Beadwork(40)
Πολεμικές τέχνες(1468) Terms
- Manufactured fibers(1805)
- Fabric(212)
- Sewing(201)
- Fibers & stitching(53)
Textiles(2271) Terms
- Automobile(10466)
- Motorcycles(899)
- Automotive paint(373)
- Tires(268)
- Vehicle equipment(180)
- Auto parts(166)
Κατασκευή Αυτοκινήτων(12576) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Courts(823)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- DNA forensics(434)
- Family law(220)
- Legal aid (criminal)(82)