Home > Όροι > Σερβικά > тињајући

тињајући

A slow, flameless, smoking burning of a fabric.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Textiles
  • Category: Manufactured fibers
  • Company: Celanese
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragan Zivanovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 10

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Festivals Category: Christmas

свећа

A light source typified by a wick embedded in solid fuel, usually fax or fat, and used in Christianity to symbolize the Light of Jesus Christ.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Interesting facts about Russia

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 4 Όροι

Weeds

Κατηγορία: Γεωγραφία   2 20 Όροι