Home > Όροι > Swahili (SW) > avhandling
avhandling
Written essay of variable length typically completed at the end of a baccalaureate or masters degree program.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Teaching
- Company: Teachnology
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Μπαρ & νυχτερινά κέντρα Category:
kilabu cha usiku
Pia inajulikana tu kama klabu, au disko ni ukumbi wa burudani ambao kwa kawaida huendelea usiku kucha. klabu cha usiku kwa ujumla kutofautishwa na baa ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Διαλέξεις(3667)
- Οργάνωση Εορτών(177)
- Έκθεση(1)
Συνέλευση(3845) Terms
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)
Utilities(1017) Terms
- General packaging(1147)
- Bag in box(76)
Packaging(1223) Terms
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)