Home > Όροι > Filipino (TL) > dibidendo

dibidendo

A payment of income by a company to its shareholders.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Economy
  • Category: Economics
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mavel Morilla
  • 0

    Όροι

  • 2

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Μουσουλμανισμός

iptar..

Sa panahon ng buwan ng Ramadan, Ang mga muslim ay nag-aayuno mula sa bukang-liwayway sa paglubog ng araw. Iptar ay tumutukoy sa gabi pagkain na ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

African dressing

Κατηγορία: Μόδα   3 10 Όροι

Essential English Idioms - Advanced

Κατηγορία: Languages   1 21 Όροι

Browers Terms By Category