Home > Όροι > Filipino (TL) > modulo

modulo

A separate unit or selection of material that forms a coherent whole, but may be combined with other units.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Stephanie Cuevas
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Plants Category: Flowers

bulaklak

Collection of reproductive structures found in flowering plants.