Home > Όροι > Filipino (TL) > organiko

organiko

Of, relating to, or derived from living organisms. Being composed of or containing matter of plant and animal origin.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: Rice science
  • Company: IRRI
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mavel Morilla
  • 0

    Όροι

  • 2

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Herbs & spices

kulantro

pampalasa (kabuuan o lupa) Paglalarawan: Ang mga buto mula sa unsoy planta, na may kaugnayan sa pamilya perehil (Tingnang ang Cilantro). Timpla ng ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Pyrenees

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 14 Όροι

Nasal Sprays

Κατηγορία: Health   1 9 Όροι