Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aceituna griega

aceituna griega

Aceituna comestible bastante grande que se cultiva principalmente en la región del Mediterráneo y se utiliza como fuente del aceite para cocinar.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα
  • Category: International dishes
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jorbuacar
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category:

acnestis

The part of the body that cannot be reached (to scratch), usually the space between the shoulder blades.

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Ganges Appetizers

Κατηγορία: Food   1 1 Όροι

Capital Market Theory

Κατηγορία: Business   1 15 Όροι