Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > abceso

abceso

A local accumulation of pus anywhere in the body.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: Hospitals
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Paula Reyes
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Travel Category: Travel sites

piratería de viaje

El objetivo de la piratería de viaje es obtener la mejor opción de viaje al precio más bajo o el mejor acuerdo. Los piratas de viaje son las personas ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Animals' Etymology

Κατηγορία: Animals   1 13 Όροι

15 Hottest New Cars For 2014

Κατηγορία: Autos   1 5 Όροι