Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aciduria

aciduria

Condición de tener ácido en la orina, especialmente en cantidades anormales.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

AlasVerdes
  • 0

    Όροι

  • 3

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Printing & publishing Category: Magazines

freelance

Un periodista “freelance” es un escritor o reportero independiente que trabaja de manera autónoma, generalmente sin un contrato.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Automotive Dictionary

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 1 Όροι

Selena Fashion

Κατηγορία: Μόδα   2 6 Όροι

Browers Terms By Category