Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > amperios

amperios

("Amps.") A measure of electrical current. In incandescent lamps, the current is related to voltage and power as follows: Watts (power) = Volts x Amps (current).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Lights & lighting
  • Category: Lighting products
  • Company: GE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

vhanedelgado
  • 0

    Όροι

  • 15

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Mobile communications Category: Mobile phones

Samsung Galaxy S6 Edge

The Edge Samsung Galaxy S6 es uno de los dos teléfonos móviles protagonista para el 2015; el otro es el Samsung Galaxy S6.  El S6 Edge se anunció ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Teresa's gloss of general psychology

Κατηγορία: Εκπαίδευση   2 4 Όροι

Mental Disorders

Κατηγορία: Health   3 20 Όροι