Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > ántrax

ántrax

An acute infection caused by the spore-forming bacteria Bacillus anthracis. It commonly affects hoofed animals such as sheep and goats. Infection in humans often involves the skin (cutaneous anthrax), the lungs (inhalation anthrax), or the gastrointestinal tract. Anthrax is not contagious and can be treated with antibiotics.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

María Paz Cuturi
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Communication Category: Postal communication

deltiología

La deltiología es el estudio y coleccionismo de postales, normalmente como pasatiempo.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Wind energy company of China

Κατηγορία: Business   1 6 Όροι

longest English words

Κατηγορία: Other   1 6 Όροι