Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > asincrónico

asincrónico

1) A falta de una relación de tiempo regular, no relacionados a través de patrones que se repiten de tiempo. 2) En contraste con síncrona

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

José Lobos
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Terminology management

Mi Glosario

Mi Glosario permite a traductores autónomos, redactores técnicos y gestores de contenido almacenar, traducir y compartir glosarios personales en ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Serbian Mythological Beings

Κατηγορία: Other   1 20 Όροι

Literary

Κατηγορία: Arts   1 1 Όροι