Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > levadura de panadería

levadura de panadería

Dried cells of one or more strains of the yeast Saccharomyces cerevisiae, used as a leavening in baking.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category: Cytology

células

Las células son la unidad funcional básica de la vida (todos los organismo están compuestos por ellos). Fueron descubiertos por Robert Hooke en 1665. ...