Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > ostentar

ostentar

To make widely or generally known.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ψυχαγωγία Category: Μουσική

Adam Young

Un músico estadounidense que fundó la banda Owl City a través de MySpace. Firmó con la casa disquera Universal Republic en 2009. Antes de firmar ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Photograpy Framing

Κατηγορία: Arts   1 55 Όροι

Grand Canyon

Κατηγορία: Travel   3 10 Όροι