Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > cautivar
cautivar
To fascinate, as by excellence. Eloquence, or beauty.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: verb
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Λεξιλόγιο SAT
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
ángeles
Mensajeros de Dios que se aparecieron a los pastores anunciando el nacimiento de Jesús.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
rufaro9102
0
Όροι
41
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί
Zimbabwean Presidential Candidates 2013
Κατηγορία: Politics 1 5 Όροι
Browers Terms By Category
- Misc restaurant(209)
- Culinary(115)
- Fine dining(63)
- Diners(23)
- Coffehouses(19)
- Cafeterias(12)
Restaurants(470) Terms
- Cardboard boxes(1)
- Wrapping paper(1)
Paper packaging(2) Terms
- Bridge(5007)
- Plumbing(1082)
- Carpentry(559)
- Architecture(556)
- Flooring(503)
- Home remodeling(421)
Construction(10757) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Courts(823)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- DNA forensics(434)
- Family law(220)
- Legal aid (criminal)(82)
Legal services(8095) Terms
- Γενική αστρολογία(655)
- Ζώδια(168)
- Προσωπικό ωροσκόπιο(27)