Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > bloqueo

bloqueo

Una acción defensiva que mitiga o nulifica el daño recibido. A menudo sólo bloquea los ataques que vienen desde ciertos ángulos y puede ser contrarrestada con un agarre.

0
  • Μέρος του λόγου: verb
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Video games
  • Category: Fighting games
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Kelly Kremko
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές Category: Laptops

ratón táctil

Un señalador de un equipo con un sensor, lo cual es una superficie especializada que puede convertir el movimiento y la posición de los dedos de un ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

US Dollar

Κατηγορία: Business   2 15 Όροι

Serbian Monasteries

Κατηγορία: Θρησκεία   1 0 Όροι