Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > bloqueo

bloqueo

Una acción defensiva que mitiga o nulifica el daño recibido. A menudo sólo bloquea los ataques que vienen desde ciertos ángulos y puede ser contrarrestada con un agarre.

0
  • Μέρος του λόγου: verb
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Video games
  • Category: Fighting games
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

LoveGod
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Natural environment Category: Earthquake

tsunami

Un término japonés que se aöplica a grandes olas oceánicas causadas ​​por movimientos en el fondo del mar relacionados con un terremoto o una erupción ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Beaches in Croatia

Κατηγορία: Travel   2 20 Όροι

Relevant Races in Forgotten Realms

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 30 Όροι