Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > tronco

tronco

A tree trunk

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Plants
  • Category: Trees
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Λογοτεχνία Category: Bestsellers

La Biblia

The Bible is the various collections of sacred scripture of the various branches of Judaism and Christianity. The Bible, in its various editions, is ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Teresa's gloss of general psychology

Κατηγορία: Εκπαίδευση   2 4 Όροι

Mental Disorders

Κατηγορία: Health   3 20 Όροι