Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > chicharrón

chicharrón

Chicharrón is the deep-fried, salted and crunchy pork rind. It is a typical Dominican snack (or picadera as they would call it) and you can easily buy it on the street. It's great accompanied by fried plantains and a cold beer.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: Dominican slang
  • Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα
  • Category: Snacks
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Paula Reyes
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Advertising Category: Television advertising

pvr (grabador de video personal)

Un termino genérico para un dispositivo que es similar a un CVE pero graba datos de televisión en formato digital en oposición al formato análogo de ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Rum

Κατηγορία: Food   2 11 Όροι

TechTerms

Κατηγορία: Τεχνολογία   3 1 Όροι