Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > chicharrón

chicharrón

Chicharrón is the deep-fried, salted and crunchy pork rind. It is a typical Dominican snack (or picadera as they would call it) and you can easily buy it on the street. It's great accompanied by fried plantains and a cold beer.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: Dominican slang
  • Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα
  • Category: Snacks
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Festivals Category: Christmas

adornos

Baratijas y ornamentos brillantes, fabricados tradicionalmente de vidrio y utilizados en las decoraciones de Navidad.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Creepypasta

Κατηγορία: Λογοτεχνία   2 16 Όροι

Tools

Κατηγορία: Other   1 20 Όροι