Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > bacalao

bacalao

Una familia de peces con una textura escamosa y sabor suave.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Seafood
  • Category: General seafood
  • Company: Red Lobster
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Brenda Galván
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Weddings Category: Wedding services

boda fría

Una boda cuyas ceremonias se llevan a cabo a frías temperaturas. Las bodas frías regularmente simbolizan el amor verdadero. Una pareja rusa ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Famous Weapons

Κατηγορία: Objects   1 20 Όροι

Fashion Retailing

Κατηγορία: Μόδα   4 19 Όροι