Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > contenedor

contenedor

Una caja de cartón prensado o cartón del tamaño de un ataúd que se utiliza generalmente para las cremaciones inmediatas / directas; contenedor alternativo.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Personal life
  • Category: Funeral
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Liliana Marquesini
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Medical Category: Medical research

años de ciencias básicas

Frase que generalmente se refiere a los dos años iniciales dentro del programa de estudio de la carrera médica. Sin embargo, en algunas facultades, ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Terms frequently used in K-pop

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   3 30 Όροι

The art economy

Κατηγορία: Arts   1 7 Όροι